- γκεστάω
- γκεστίζω αμετ.1) уставать, изнемогать, выбиваться из сил; 2) испытывать отвращение, неприязнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκεστάω — και γκεστίζω 1. αποκάμνω, κουράζομαι 2. αισθάνομαι αποστροφή, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για τουρκική λέξη] … Dictionary of Greek